1. ΔΙΕΘΝΗΣ, ΕΘΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ
Η αγορά εργασίας αντιμετωπίζει μια ανησυχητική έλλειψη δεξιοτήτων, ενώ παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα όσον αφορά την αντιστοίχιση της προσφοράς και της ζήτησης για ειδικευμένους εργαζόμενους. Σημαντικό κομμάτι αυτής της προσφοράς δεξιοτήτων είναι η επαγγελματική εκπαίδευση που παρέχεται στην ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ή στην εκπαίδευση ενηλίκων, καθώς και στην εκπαίδευση στο πλαίσιο της ανώτερης ΕΕΚ. Τα τελευταία χρόνια, γίνεται όλο και πιο σαφές ότι απαιτείται ένα αποτελεσματικό σύστημα μαθητείας που θα συμπληρώνει την τυπική επαγγελματική κατάρτιση. Υπάρχει ανάγκη να απλοποιηθεί και να γίνει πιο σαφές το σύστημα μαθητείας στη Σουηδία. Ένα ενιαίο σύστημα, τόσο για ενήλικες όσο και για νέους, θα διευκόλυνε την επικοινωνία. Κατά τη διαμόρφωση αυτού του συστήματος, είναι σημαντικό να αντλήσουμε διδάγματα από υφιστάμενα συστήματα. Οι διαφορετικοί κλάδοι και επαγγέλματα έχουν διαφορετικούς όρους, τους οποίους πρέπει να λαμβάνει υπόψη ένα σύστημα πρακτικής άσκησης. Επομένως, ο εργοδότης και ο κλάδος ως σύνολο θα πρέπει να έχουν λόγο στον σχεδιασμό του συστήματος. Το σημείο αφετηρίας πρέπει να είναι η αναγνώριση, αφενός, της ανάγκης των ατόμων για εκπαίδευση που να οδηγεί στην απασχόληση και, αφετέρου, της ανάγκης των εργοδοτών να καλύψουν τις ανάγκες πρόσληψής τους. Είναι επίσης σημαντικό να δούμε την πρακτική άσκηση ως ειδική επαγγελματική εκπαίδευση που θα μπορούσε να οδηγήσει σε απόκτηση επαγγελματικού πιστοποιητικού ή/και επαγγελματικού πτυχίου, και που θα μπορούσε να συμπληρώσει, ή σε ορισμένες περιπτώσεις να αντικαταστήσει, άλλες επιλογές ΕΕΚ. Η βασική αρχή πρέπει να είναι η εργασιακή σχέση μεταξύ μαθητευόμενου-εργοδότη και η προσαρμογή της εργασίας στη δομή της κατάλληλης συλλογικής σύμβασης. Η πρακτική άσκηση πρέπει να είναι ουδέτερη ως προς την ηλικία και να πραγματοποιείται για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι διάφοροι κλάδοι και το επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα θα πρέπει να αναλάβουν κοινή ευθύνη για τη διασφάλιση της ποιότητας της εκπαίδευσης σε όλα τα επίπεδα. Οι ανάγκες της αγοράς εργασίας είναι συνήθως το πρώτο βήμα για τον προσδιορισμό των ειδικοτήτων πρακτικής άσκησης. Ωστόσο, οι συχνότερες προσεγγίσεις αφορούν την άντληση πληροφοριών για τις ανάγκες δεξιοτήτων γενικά, την αποτύπωση του γενικού ενδιαφέροντος για την ΕΕΚ, την παρακολούθηση του ενδιαφέροντος για προγράμματα πρακτικής άσκησης και τη συλλογή αιτημάτων εργοδοτών για ένα συγκεκριμένο επάγγελμα ή πρόγραμμα μαθητείας. Η συμμετοχή των ενδιαφερόμενων μερών της αγοράς εργασίας στον προσδιορισμό των επαγγελμάτων ή των ειδικοτήτων πρακτικής άσκησης εξαρτάται από το κατά πόσο οι διαδικασίες έχουν σχεδιαστεί ειδικά για πρακτική άσκηση ή είναι κοινές για τη σχολική ΕΕΚ και την πρακτική άσκηση. Οι διαδικασίες που είναι πιο στοχευμένες στην πρακτική άσκηση φαίνεται να δίνουν μεγαλύτερο περιθώριο στους παράγοντες της αγοράς εργασίας τόσο για την εισήγηση όσο και την έγκριση ειδικοτήτων ή προγραμμάτων μαθητείας. Όπου οι διαδικασίες αναφέρονται στην ΕΕΚ γενικά, η συμμετοχή των παραγόντων της αγοράς εργασίας μπορεί να είναι λιγότερο καθοριστική, ή μπορεί ένας πάροχος ΕΕΚ και ένας εργοδότης να αποφασίσουν από κοινού αν η κατάρτιση θα πρέπει να έχει τη μορφή πρακτικής άσκησης. Πολλές χώρες δεν έχουν επαγγέλματα στα οποία να προσφέρεται πρακτική άσκηση, επομένως τα ενδιαφερόμενα μέρη λαμβάνουν κεντρικές αποφάσεις για τα επαγγέλματα, τις ειδικότητες ή τα προγράμματα ΕΕΚ που θα εισαγάγουν ή θα επαναπροσφέρουν. Στη συνέχεια, η απόφαση αν θα προσφερθεί ένα πρόγραμμα ΕΕΚ με τη μορφή πρακτικής άσκησης λαμβάνεται συνήθως σε επίπεδο παρόχου ΕΕΚ και εργοδότη, ανάλογα με τις προτιμήσεις και τη διαθεσιμότητά τους. Αυτές οι διαδικασίες συχνά, αλλά όχι πάντα, περιορίζουν τη δυνατότητα των εκπροσώπων της αγοράς εργασίας να συνεισφέρουν σημαντικά στην απόφαση για το ποια επαγγέλματα πρέπει να προσφέρονται μέσω πρακτικής άσκησης. Ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις, ωστόσο, η συνεισφορά τους μπορεί να είναι σημαντική, καθώς μπορούν να επιχειρηματολογήσουν γιατί ένα πρόγραμμα πρέπει να προσφερθεί με τη μορφή πρακτικής άσκησης και όχι ως σχολική ΕΕΚ. Ο πάροχος κατάρτισης θα πρέπει, σε συνεργασία με το περιφερειακό κέντρο συστήματος μαθητείας, να διασφαλίζει ότι έχει υπογραφεί μια σύμβαση κατάρτισης μεταξύ του μαθητευόμενου, του παρόχου κατάρτισης και του εργοδότη. Οι πάροχοι κατάρτισης είναι υπεύθυνοι για τη σύνταξη αυτής της σύμβασης. Επίσης, οι επαγγελματικές επιτροπές διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στη διαδικασία, είτε για τον προσδιορισμό των αναγκών ικανοτήτων είτε για τον καθορισμό του επιπέδου εκπαίδευσης και του εκπαιδευτικού σχεδίου, μεταξύ άλλων. Πολλοί εργοδότες έχουν ανάγκη να προσλάβουν εξειδικευμένους εργαζομένους σε μακροπρόθεσμη βάση, αλλά ο ρυθμός των αλλαγών στην αγορά εργασίας απαιτεί νέες και ευέλικτες λύσεις. Ταυτόχρονα, το ενδιαφέρον των νέων της ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για επαγγελματικά προγράμματα δεν είναι αρκετά υψηλό για να καλύψει τις ανάγκες, πράγμα που σημαίνει ότι η παροχή δεξιοτήτων πρέπει να γίνει, κατά κύριο λόγο, από άτομα που δε φοιτούν πλέον στην ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Επίσης, πρόσφατα δεδομένα στον τομέα της επαγγελματικής κατάρτισης έχουν δείξει ότι ορισμένοι μαθητές μαθαίνουν καλύτερα, όταν το μεγαλύτερο μέρος της μάθησης πραγματοποιείται σε έναν χώρο εργασίας. Η ύπαρξη ελάχιστων προτύπων ή προγραμμάτων σπουδών για το κομμάτι της πρακτικής άσκησης που γίνεται στον χώρο εργασίας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη σύγκριση των μαθησιακών αποτελεσμάτων ή των μαθησιακών εμπειριών στον χώρο εργασίας. Το προσωπικό της επιχείρησης που έχει αναλάβει να σχεδιάσει την ενδοεπιχειρησιακή κατάρτιση για τους μαθητευόμενους (συχνά μαζί με το προσωπικό του παρόχου ΕΕΚ) μπορεί να βασιστεί σε τέτοια πρότυπα, τα οποία αποτελούν ένα θετικό και υποστηρικτικό μέσο. Στη Γερμανία, οι κανονισμοί που αφορούν την πρακτική άσκηση που λαμβάνει χώρα στον χώρο εργασίας περιλαμβάνουν κοινά δεσμευτικά ελάχιστα πρότυπα. Εκδίδονται από τα Υπουργεία Παιδείας και τον αντίστοιχο κλάδο, αλλά σε ένα συνεργατικό πλαίσιο που περιλαμβάνει κοινωνικούς εταίρους και εποπτεύεται από το ομοσπονδιακό ινστιτούτο επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης (BiBB). Αυτή η διαδικασία υποστηρίζει τη συνάφεια, τη συναίνεση, την αντιλαμβανόμενη αξία και την εμπιστοσύνη. Το προσωπικό της επιχείρησης που ασχολείται με τον σχεδιασμό της ενδοεπιχειρησιακής κατάρτισης μπορεί να επωφεληθεί από συγκεκριμένα πρότυπα για τον χώρο εργασίας και δεδομένου ότι αυτά έχουν τη «σφραγίδα» του αντίστοιχου εκπροσώπου του εργοδότη, είναι περισσότερο πρόθυμο να τα χρησιμοποιήσει. Το BiBB εκδίδει έναν οδηγό υλοποίησης που περιγράφει το προφίλ ικανοτήτων, εξηγεί τους ρόλους και βοηθά τις επιχειρήσεις να σχεδιάσουν και να προγραμματίσουν την κατάρτιση. Στην Ιταλία, τα προγράμματα σπουδών που χρησιμοποιούνται στο σύστημα μαθητείας είναι ουσιαστικά μια προσαρμογή αυτών που έχουν αναπτυχθεί για τα αντίστοιχα προγράμματα σχολικής ΕΕΚ: δεν υπάρχουν πρότυπα για ενδοεπιχειρησιακή κατάρτιση. Η προσαρμογή γίνεται σε περιφερειακό επίπεδο με την υποστήριξη περιφερειακών κοινωνικών εταίρων και αρχών, ωστόσο οι ενδοεπιχειρησιακοί εκπαιδευτές πρέπει να συνεργαστούν στενά με τους εκπαιδευτικούς του σχολείου για την ανάπτυξη ατομικών σχεδίων κατάρτισης για κάθε μαθητευόμενο, τα οποία να συνδυάζουν αποτελεσματικά την εκπαίδευση που θα πραγματοποιηθεί και στους δύο χώρους (χώρος εργασίας και πάροχος ΕΕΚ). Οι περισσότεροι εκπαιδευτές θεωρούν αυτή τη διαδικασία αρκετά απαιτητική. Στην Ιταλία, ελλείψει προτύπων για την ενδοεπιχειρησιακή κατάρτιση, τα ατομικά προγράμματα κατάρτισης, τα οποία αναπτύσσονται από κοινού από τους ενδοεπιχειρησιακούς εκπαιδευτές και το προσωπικό ΕΕΚ, έχουν κεντρική θέση στην πρακτική άσκηση. Ωστόσο, η απουσία ενός κοινού κώδικα –για εναρμόνιση των ικανοτήτων, των δραστηριοτήτων και των συνολικών απαιτήσεων των προγραμμάτων σπουδών– καθιστά τη διαδικασία αρκετά απαιτητική για τους ενδοεπιχειρησιακούς εκπαιδευτές, και ιδιαίτερα στις πολύ μικρές επιχειρήσεις. Η δυσκολία των επιχειρήσεων να ευθυγραμμίσουν τις δραστηριότητες με τις γενικότερες απαιτήσεις της κατάρτισης εγείρει ανησυχίες σχετικά με τον βαθμό στον οποίο τα μεμονωμένα σχέδια κατάρτισης υλοποιούνται σωστά από τις επιχειρήσεις, ειδικά τις πολύ μικρές, αλλά και για το κατά πόσο αυτά χρησιμοποιούνται για την παροχή της κατάρτισης. Παρόλο που η Ιταλία διαθέτει εργαλεία για την παρακολούθηση και την καταγραφή των μαθησιακών αποτελεσμάτων (π.χ. ατομικό πορτφόλιο, ημερολόγιο), ειδικά στις πολύ μικρές επιχειρήσεις δεν υπάρχει κάποιος αρμόδιος για τη διαχείρισή τους. Αυτό αποδυναμώνει την αξία των ατομικών σχεδίων κατάρτισης που συντάσσονται από κοινού από εκπαιδευτικούς και εκπαιδευτές. Στην Κύπρο, δεν έχουν ακόμη αναπτυχθεί προγράμματα σπουδών για πρακτική άσκηση. Χρησιμοποιούνται αυτά που αναπτύχθηκαν για τη σχολική ΕΕΚ, χωρίς οδηγίες για τον τρόπο προσαρμογής στην πρακτική άσκηση και χωρίς συγκεκριμένη αναφορά στον χώρο εργασίας. Οι επιθεωρητές και οι εκπαιδευτές πρέπει να συνεργαστούν στενά για να καθορίσουν το περιεχόμενο της ενδοεπιχειρησιακής κατάρτισης για κάθε περίπτωση ξεχωριστά, αλλά αυτή η συνεργασία δεν καταλήγει πάντα σε επίσημα σχέδια κατάρτισης. Ενδέχεται να υπάρχουν μεγάλες διαφορές στις μαθησιακές εμπειρίες των μαθητευομένων ακόμα και στο ίδιο πρόγραμμα, κάτι που επιδεινώνεται από τη διαφορά στην ικανότητα παροχής κατάρτισης μεταξύ πολύ μικρών και μεγαλύτερων επιχειρήσεων . Στην Ελλάδα, στο πλαίσιο του θεσμού του Επαγγελματικού Λυκείου (ΕΠΑΛ), αναπτύσσονται προγράμματα σπουδών πρακτικής άσκησης σε εθνικό επίπεδο από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ). Το ΙΕΠ ασχολείται κυρίως με την ανάπτυξη προγραμμάτων σπουδών για το σχολείο και έχει περιορισμένη τεχνογνωσία όσον αφορά το κομμάτι του χώρου εργασίας. Ως αποτέλεσμα, τα πρότυπα για τους χώρους εργασίας είτε διατυπώνονται ασαφώς είτε δεν έχουν ακόμη καθοριστεί. Οι εργοδότες, με τη βοήθεια των εκπαιδευτικών ΕΕΚ, προσαρμόζουν κατά βούληση το πρόγραμμα σπουδών, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές διαφοροποιήσεις όσον αφορά το τι διδάσκεται από κάθε εργοδότη. Η πρακτική άσκηση και το σύστημα μαθητείας στην Τουρκία ρυθμίζονται από το Νόμο για την Επαγγελματική Κατάρτιση και τον Κανονισμό για την Επαγγελματική και Τεχνική Κατάρτιση. Ασκούμενος (trainee) ορίζεται ως το άτομο που εργοδοτείται από έναν εργοδότη με στόχο να βελτιώσει το επίπεδο γνώσεων του/της, παρατηρώντας πρακτικές και δραστηριότητες που πραγματοποιούνται σε έναν χώρο εργασίας. Μαθητευόμενος (apprentice), από την άλλη, ορίζεται ως το άτομο που έχει στόχο να βελτιώσει τις γνώσεις και τις δεξιότητες του σε ένα επάγγελμα, σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη συμφωνία πρακτικής άσκησης στον Νόμο για την Επαγγελματική Κατάρτιση. Ο Κανονισμός τέθηκε σε ισχύ με τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυβερνήσεων της (19/11/2015, αρ. 29537) και έχει θεσπιστεί για τη ρύθμιση των κανόνων και διαδικασιών που αφορούν την ανάπτυξη, βελτίωση, εφαρμογή και ενημέρωση του Τουρκικού Πλαισίου Αναφοράς Προσόντων (TQF), συνάδοντας με τις δραστηριότητες που πραγματοποιούνται για την ανάπτυξη πολιτικών, διαδικασιών και πρωτοκόλλων, τα οποία διασφαλίζουν τη λειτουργικότητα του TQF, και λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που σχετίζονται με την εφαρμογή και διαχείριση του TQF. Επιπλέον, κάθε εκπαιδευτικό και επαγγελματικό ίδρυμα που απαιτεί πρακτική άσκηση αναπτύσσει κατευθυντήριες γραμμές στις οποίες επεξηγούνται λεπτομερώς οι απαιτήσεις και η μέθοδος πρακτικής άσκησης. Διαπίστευση και αξιολόγηση Η έρευνα έδειξε ότι ο ρόλος των παραγόντων της αγοράς εργασίας στην παρακολούθηση της ενδοεπιχειρησιακής κατάρτισης είναι πολύ πιο περιορισμένος σε σύγκριση με τη συμβολή τους σε διαδικασίες που συμβαίνουν σε υψηλότερα επίπεδα, όπως ο σχεδιασμός προγραμμάτων σπουδών ή προτύπων (ή επαγγελματικού προφίλ). Εκεί που δεν είναι εφικτό οι επιχειρήσεις να καλύψουν μόνες τους όλο το φάσμα των μαθησιακών στόχων που προβλέπονται από ένα πιστοποιητικό ή πρόγραμμα σπουδών, εμφανίζονται ως απάντηση τα μοντέλα συνεργασίας. Αυτά περιλαμβάνουν την εναλλαγή των μαθητευομένων σε περισσότερες από μία επιχειρήσεις ή τη συνεργασία μεταξύ μιας επιχείρησης και ενός διατομεακού κέντρου κατάρτισης, τα οποία καλύπτουν τη συνιστώσα του χώρου εργασίας, σε συνδυασμό με τον τυπικό πάροχο ΕΕΚ (σχολείο). Αυτές οι προσεγγίσεις είναι σχεδόν ανύπαρκτες στις περισσότερες χώρες που καλύπτονται από την έρευνα. Τα δίχτυα ασφαλείας μπορούν να εξασφαλίσουν επαρκή παροχή κατάρτισης, σύμφωνα με συμφωνημένα/προβλεπόμενα αποτελέσματα. Τα τελευταία χρόνια προωθούνται ορισμένες πρωτοβουλίες, οι οποίες συχνά χρηματοδοτούνται από κονδύλια της ΕΕ, αλλά στις περισσότερες χώρες φαίνεται να έχουν πιλοτικό χαρακτήρα και να βασίζονται σε έργα που δεν εποπτεύονται ή ρυθμίζονται επίσημα. Παρόλο που οι επιχειρήσεις απαιτείται να ορίσουν έναν ενδοεπιχειρησιακό εκπαιδευτή, οι ελάχιστες τυπικές απαιτήσεις για το ποιος μπορεί να εκπληρώσει αυτόν τον ρόλο συνήθως δεν είναι καθορισμένες. Για παράδειγμα, στη Δανία, οι εθνικές συνδικαλιστικές επιτροπές φοβούνται ότι μια τέτοια απαίτηση μπορεί να αποτρέψει τις επιχειρήσεις από το να συμμετέχουν και ότι ένα υποχρεωτικό πρόγραμμα δε θα παρέχει κίνητρο στους εργαζόμενους να γίνουν εκπαιδευτές. Ως αποτέλεσμα, δεν υπάρχει ούτε κάποιο πρότυπο ούτε κάποια ανταμοιβή/κίνητρο για τις επιχειρήσεις, ώστε να εκπαιδεύσουν το προσωπικό τους. Στη Γερμανία, ο επίσημα διορισμένος εκπαιδευτής πρέπει να είναι επαγγελματικά και προσωπικά ικανός να επιβλέπει τη συνολική μαθησιακή εμπειρία ενός μαθητευόμενου· υπάρχουν τεστ επάρκειας για τον σκοπό αυτό. Υπάρχει επίσης διαφορά μεταξύ ενός διορισμένου εκπαιδευτή και άλλων ειδικών κατάρτισης που εμπλέκονται σε συγκεκριμένα κομμάτια της κατάρτισης. Η πολυπλοκότητα του ρόλου των εκπαιδευτών επίσης αναγνωρίζεται στην Ελλάδα και την Κύπρο, όπου οι εκπαιδευτές έχουν σημαντικό ρόλο στην εναρμόνιση του εκπαιδευτικού περιεχομένου με την πραγματικότητα του χώρου εργασίας. Στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Κύπρο υπάρχουν γενικές απαιτήσεις για τον διορισμό ενός εκπαιδευτή, αλλά ουσιαστικά δεν υφίστανται λεπτομερείς απαιτήσεις για το προφίλ και το υπόβαθρό του. Στην Ελλάδα, οι συχνές επισκέψεις εκπαιδευτικών στον χώρο εργασίας φαίνεται να είναι ένας βασικός αντισταθμιστικός παράγοντας στις μεγάλες διαφορές που παρατηρούνται στις ενδοεπιχειρησιακές εμπειρίες μάθησης, οι οποίες είναι αποτέλεσμα της απουσίας προδιαγραφών ενδοεπιχειρησιακής κατάρτισης. Οι εκπαιδευτικοί πρακτικής άσκησης υποχρεούνται να ελέγχουν ανά τακτά διαστήματα την πρόοδο των μαθητευόμενων (πέρα από άλλα καθήκοντα, όπως η διδασκαλία και πολλές φορές η εξεύρεση επιχειρήσεων). Με παρόμοιο τρόπο, στην Κύπρο η επάρκεια και η ποιότητα της ενδοεπιχειρησιακής κατάρτισης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την παρακολούθηση που διεξάγεται ατομικά από τους εκπαιδευτικούς που διορίζονται ως επιθεωρητές πρακτικής άσκησης. Στην Τουρκία, το Σχέδιο Δράσης και το Έγγραφο Στρατηγικής για την Επαγγελματική και Τεχνική Κατάρτιση στοχεύουν στην προώθηση της μάθησης στον χώρο εργασίας, παρέχοντας μοντέλα ποιοτικής πρακτικής άσκησης, μαθητείας και διττής κατάρτισης, προκειμένου να διευκολύνουν τη μετάβαση από την εκπαίδευση στην επαγγελματική ζωή και να διασφαλίσουν την ποιοτική βιωσιμότητα της πρακτικής άσκησης και της μαθητείας. Προκειμένου μια επιχείρηση να μπορεί να δεχθεί έναν μαθητευόμενο θα πρέπει να πληροί τουλάχιστον το 80% του εκπαιδευτικού προγράμματος, να απασχολεί τουλάχιστον έναν βασικό εκπαιδευτικό ή εκπαιδευτή στον σχετικό τομέα και να συμμορφώνεται με τους νομικούς κανονισμούς που αφορούν τα πρότυπα στον χώρο εργασίας. Σε διάφορα έργα με δραστηριότητες δια βίου μάθησης που υλοποιούνται και αναπτύσσονται από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας, το Συμβούλιο Ανώτατης Εκπαίδευσης και το Ινστιτούτο Επαγγελματικών Προσόντων (VQI) «η διασφάλιση ότι οι κοινωνικοί εταίροι συμμετέχουν σε μηχανισμούς λήψης αποφάσεων, ανάπτυξη μαθησιακών αποτελεσμάτων σε διάφορα επίπεδα με τη βοήθεια της βιομηχανίας, προσδιορισμό πιστωτικών μονάδων για εκπαιδευτικές ενότητες τυπικών και μη τυπικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων, πιστοποίηση δραστηριοτήτων όπως πρακτική άσκηση και κατάρτιση μέσω εργασίας, συμβουλευτική και καθοδήγηση, πληροφοριακά συστήματα, αναγνώριση, αξιολόγηση και εγκυρότητα προηγούμενης μάθησης, πιστοποίηση και διασφάλιση ποιότητας», είναι πρωτεύουσας σημασίας. Η προσέγγιση της διαχείρισης ολικής ποιότητας έχει υιοθετηθεί για την παροχή όλων των υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης της πρακτικής άσκησης και της κατάρτισης για ημιειδικευμένους εργάτες, που ορίζονται στον Κανονισμό για την Επαγγελματική και Τεχνική Κατάρτιση. Η σύσταση και η λειτουργία της ομάδας βελτίωσης της ποιότητας ρυθμίζεται από τις διατάξεις της «Εκτελεστικής Οδηγίας του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας για τη Διαχείριση Ολικής Ποιότητας». Αυτό το ευρύ φάσμα καθηκόντων ασκεί μεγάλη πίεση, ιδιαίτερα στις πολύ μικρές επιχειρήσεις, όπου οι ιδιοκτήτες, που έχουν ουσιαστικά τον ρόλο του εκπαιδευτή, δεν έχουν τον χρόνο να ασχοληθούν σωστά με την πρακτική άσκηση και να εργαστούν σε βάθος και με δομημένο τρόπο με τον μαθητευόμενο. Η συνεργασία με παρόχους ΕΕΚ συχνά φαίνεται να αποτελεί μία λύση. Στην Ιταλία, όπου η συνεργασία εκπαιδευτικών και εκπαιδευτών είναι στενή, ειδικά στον σχεδιασμό των ατομικών σχεδίων κατάρτισης, ένα πρόσφατο έργο (Qualit) προωθεί μια πιο δομημένη προσέγγιση που βασίζεται σε ένα ενιαίο, τυποποιημένο, εθνικό προφίλ «διπλού εκπαιδευτή», τόσο για τους ενδοεπιχειρησιακούς εκπαιδευτές όσο και για τους εκπαιδευτικούς ΕΕΚ που εμπλέκονται στο σύστημα μαθητείας. Βασίζεται σε κοινές προδιαγραφές (δεξιότητες, ικανότητες), ένα κοινό πρόγραμμα κατάρτισης και έναν ενιαίο τίτλο προσόντων, “dual trainer", που μπορεί στη συνέχεια να εξελιχθεί σε τίτλο “master-trainer”. Σε μεγαλύτερες εταιρείες, δεν υπάρχουν μόνο περισσότερες διαδικασίες κατάρτισης και υποδομές, αλλά και περισσότερα άτομα που μπορούν να εμπλακούν και να αναλάβουν από κοινού πρωτεύοντα ή δευτερεύοντα καθήκοντα. Τα άτομα που είναι επίσημα υπεύθυνα για την επίβλεψη της κατάρτισης δε χρειάζεται να παραδώσουν τα ίδια την κατάρτιση, αφού μπορούν να βοηθηθούν από συναδέλφους με πείρα σε συγκεκριμένα καθήκοντα που περιλαμβάνονται στο συμφωνημένο περιεχόμενο κατάρτισης. Το υπόλοιπο προσωπικό της επιχείρησης μπορεί να συμμετέχει σε γενική καθοδήγηση ή να αναλάβει διοικητικά καθήκοντα και δραστηριότητες ένταξης στην εταιρεία. Σε προγράμματα όπου το περιεχόμενο της ενδοεπιχειρησιακής κατάρτισης είναι λιγότερο δομημένο, υποχρεωτικό και κοινό σε όλες τις εταιρείες, οι εκπαιδευτές πρέπει να παρεμβαίνουν και να συμμετέχουν ενεργά στον σχεδιασμό και την παρακολούθηση της ενδοεπιχειρησιακής κατάρτισης και να αφιερώνουν σημαντικό χρόνο για τον σκοπό αυτό, σε συνεργασία με το προσωπικό ΕΕΚ. Αν και η ευελιξία στον χώρο εργασίας θεωρείται σε γενικές γραμμές πλεονέκτημα για τις επιχειρήσεις, το υπερβολικό περιθώριο προσαρμογής φαίνεται να ασκεί πίεση στους εκπαιδευτές. Η ανάλυση των πρακτικών και των μεθόδων κατάρτισης κάθε επιχείρησης είναι ένα πολύ απαιτητικό εγχείρημα. Δεν είναι ακόμη αρκετά σαφές πώς πραγματοποιείται η κατάρτιση στους διάφορους χώρους εργασίας. Ωστόσο, αρκετές έρευνες παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες για γενικές προσεγγίσεις και μεθόδους που χρησιμοποιούνται, οι οποίες μπορούν να τεκμηριώσουν και να καθοδηγήσουν τις πρακτικές που ακολουθούνται σε επίπεδο επιχείρησης.