ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η πρακτική άσκηση (ή μαθητεία) όπως και άλλες μορφές μάθησης με βάση την εργασία, μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία για την ενδυνάμωση των νέων και των ενηλίκων, ενισχύοντας τη μακροπρόθεσμη απασχολησιμότητά τους μέσω ποιοτικής εκπαίδευσης και κατάρτισης.

Είναι ευρέως αποδεκτό στην Ευρώπη ότι τέτοιες μορφές μάθησης μπορούν να υποστηρίξουν τη μετάβαση των νέων από το σχολείο στην απασχόληση και να συμβάλλουν, ολοένα και πιο αποτελεσματικά, στην αναβάθμιση των δεξιοτήτων και την επανεκπαίδευση των ενηλίκων.

Εντός του πλαισίου πολιτικής της ΕΕ, το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop) διεξάγει δραστηριότητες έρευνας και μεσιτείας γνώσης, με στόχο να παρέχει στοιχεία που θα στηρίξουν τη χάραξη πολιτικής τόσο σε επίπεδο ΕΕ όσο και σε εθνικό επίπεδο, αλλά και τα οποία θα υποστηρίξουν την ευρωπαϊκή συνεργασία σε θέματα πρακτικής άσκησης και μάθησης με βάση την εργασία μεταξύ των κρατών μελών.

Το πολιτικό ενδιαφέρον για την πρακτική άσκηση έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Η πρακτική άσκηση έχει τα εχέγγυα να αποτελέσει ένα αποτελεσματικό μέσο, το οποίο θα διασφαλίσει την εναρμόνιση των επίσημων συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Η μετάβαση από το σχολείο στην εργασία είναι πιο ομαλή σε χώρες όπου η πρακτική άσκηση είναι καλά δομημένη, διασφαλίζει τη βαθιά δέσμευση των εργοδοτών και διέπεται από στενή συνεργασία μεταξύ όλων των παραγόντων της εκπαίδευσης και της αγοράς εργασίας. Η μεγάλη οικονομική κρίση του 2007-08 απέδειξε σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό την ικανότητα των χωρών με καλά δομημένα συστήματα μαθητείας να ανταποκριθούν στην αυξανόμενη ανεργία των νέων. Η κρίση ανανέωσε το παγκόσμιο ενδιαφέρον για τον σημαντικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η πρακτική άσκηση ως μια μορφή αρχικής επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης (ΑΕΕΚ) που προετοιμάζει τους νέους για θέσεις εργασίας με πραγματική ζήτηση.

Εξαιτίας της κρίσης, τα τελευταία χρόνια ο ΟΟΣΑ και οι κυβερνήσεις σε όλη την Ευρώπη έχουν επενδύσει σημαντικούς πόρους στη βελτίωση του συστήματος μαθητείας, εισάγοντας αλλά και αναμορφώνοντας προγράμματα πρακτικής άσκησης, για να προσεγγίσουν περισσότερους εκπαιδευόμενους, τόσο νέους όσο και ενήλικες (Cedefop, 2019). Σταθερός στόχος είναι να γίνει η πρακτική άσκηση ελκυστική για τους εκπαιδευόμενους, τους εργοδότες και την κοινωνία, παρέχοντας στους μαθητευόμενους δεξιότητες που απαιτούνται από τους εργοδότες και συμβάλλοντας παράλληλα στην κοινωνική και οικονομική ευημερία (ΟΟΣΑ, 2018a).

Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι το ενδιαφέρον για την πρακτική άσκηση είναι έντονο και αυξανόμενο, εξακολουθεί να μην υπάρχει ευρεία συναίνεση όσον αφορά το τι είναι ή τι πρέπει να είναι η πρακτική άσκηση (Cedefop, 2018). Υπάρχει σημαντική συναίνεση σε όλη την Ευρώπη και τον ΟΟΣΑ ότι η πρακτική άσκηση έχει έντονο το χαρακτηριστικό της μάθησης με βάση την εργασία, γεγονός που τη φέρνει, κατ’ επέκταση, σε αντίθεση με τα σχολικά συστήματα επαγγελματικής εκπαίδευσης και την τυπική εκπαίδευση γενικότερα. Ωστόσο, ενώ οι θέσεις πρακτικής άσκησης μοιράζονται πολλά κοινά χαρακτηριστικά, όπως η υποχρεωτική εργασία σε έναν εργασιακό χώρο -συνήθως σε συνδυασμό με μάθηση σε έναν πάροχο εκπαίδευσης και κατάρτισης, με συμβατικό δεσμό μεταξύ μαθητευόμενου και εργοδότη- μπορεί να διαφέρουν θεμελιωδώς στη στρατηγική τους λειτουργία και σκοπό. Αυτό επηρεάζει τον τρόπο που ορίζει κάθε χώρα την πρακτική άσκηση και τον τρόπο που την εντάσσει στα εθνικά συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης.

Όπου η πρακτική άσκηση έχει σαφή και εδραιωμένο ρόλο εκπαίδευσης και κατάρτισης, λειτουργεί ως σύστημα εκπαίδευσης και κατάρτισης. Στόχος της σε αυτή την περίπτωση είναι να δώσει στα άτομα τη δυνατότητα να ενταχθούν σε έναν επαγγελματικό τομέα μέσω προσόντων που δεν μπορούν να αποκτήσουν αλλού, όπως για παράδειγμα μέσω προσόντων τεχνίτη ή εμπόρου. Όπου η πρακτική άσκηση συνδυάζει τον ρόλο της εκπαίδευσης με έναν ισχυρό ρόλο απασχόλησης, θεωρείται κυρίως ένας εναλλακτικός τρόπος παροχής μάθησης: η πρακτική άσκηση συμβάλλει στην απόκτηση  ενός επαγγελματικού προσόντος, όπως άλλες μέθοδοι ΕΕΚ, ενώ στόχος της είναι να διευκολύνει τη μετάβαση στην αγορά εργασίας (Cedefop, 2018). Εδώ, η πρακτική άσκηση θεωρείται ένας τρόπος επέκτασης της διαθέσιμης εκπαιδευτικής προσφοράς και βελτίωσης της ελκυστικότητας της ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε υποψήφιους μαθητευόμενους (ΟΟΣΑ, 2018a).

Η πρακτική άσκηση είναι επίσης εξαιρετικά ετερογενής σε οργανωτικό επίπεδο. Σε ορισμένες χώρες, η κατάρτιση στον χώρο εργασίας και η μάθηση στο σχολείο εναλλάσσονται εντός της εβδομάδας. Σε άλλες, δύο χρόνια ΕΕΚ ακολουθούνται από δύο χρόνια σε μια εταιρεία. Σε κάποιες χώρες, η αμοιβή της πρακτικής άσκησης είναι περίπου η ίδια με την αμοιβή ενός ειδικευμένου εργάτη, σε άλλες η αμοιβή είναι μεγαλύτερη από ένα εβδομαδιαίο χαρτζιλίκι. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι μαθητευόμενοι είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία έφηβοι που έχουν τελειώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση· σε άλλες πιθανόν να είναι μεγαλύτεροι και να εισέρχονται στην πρακτική άσκηση μετά από χρόνια εργασιακής εμπειρίας. Η πρακτική άσκηση μπορεί να αφορά σχεδόν αποκλειστικά έναν μικρό αριθμό επαγγελματικών κλάδων, όπως τα παραδοσιακά επαγγέλματα, ή να εντάσσεται σε γραφεία και στον τομέα των υπηρεσιών. Η πρακτική άσκηση παραδίδεται συνήθως στο ISCED 3, αλλά σε όλο και περισσότερες χώρες εκτείνεται από το ISCED 2 έως 6.

Οι θέσεις πρακτικής άσκησης αντικατοπτρίζουν τις κοινωνίες, τις οικονομίες και τα εκπαιδευτικά συστήματα στα οποία ανήκουν. Οι διαφορές μεταξύ των συστημάτων πρακτικής άσκησης καθιστούν τη σύγκριση δύσκολη, αλλά όχι αδύνατη, και σε σε αυτές ακριβώς τις διαφορές έγκειται η ευκαιρία για αμοιβαία μάθηση, εμπειρική ανάλυση και καινοτομία. Οι ερευνητές έχουν την ευκαιρία να παρατηρήσουν πώς συγκεκριμένα συστήματα πρακτικής άσκησης ανταποκρίνονται σε παγκόσμια φαινόμενα και τις κυρίαρχες παγκόσμιες τάσεις του 21ου αιώνα.

Οι κυβερνήσεις έχουν επενδύσει σε μεγάλο βαθμό στην πρακτική άσκηση τα τελευταία χρόνια, επειδή αποτελεί ένα ελκυστικό μέσο που μπορεί να βοηθήσει τους νέους να εισέλθουν στην επαγγελματική ζωή με αυτοπεποίθηση, παρέχοντάς τους δεξιότητες με μακροπρόθεσμη ζήτηση. Για τις κυβερνήσεις, αυτή η οικονομική ανθεκτικότητα είναι εξαιρετικά ελκυστική, όπως και η δυνατότητα που προσφέρει η πρακτική άσκηση για μείωση του κόστους για τους φορολογούμενους όσον αφορά την απόκτηση προσόντων ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Όπου η παροχή γίνεται σωστά, η πρακτική άσκηση δημιουργεί μια πλατφόρμα γνώσεων και δεξιοτήτων, που προετοιμάζει τους μαθητευόμενους για μακροχρόνια σταδιοδρομία (ΟΟΣΑ 2010, ΟΟΣΑ 2018α). Επομένως, θα αποτελέσει ζήτημα ανησυχίας για τις κυβερνήσεις, αν η ουσιαστική συμμετοχή των εργοδοτών στον τομέα της μαθητείας τεθεί σε κίνδυνο.

Τα συστήματα ΕΕΚ πρέπει να ανταποκρίνονται πιο άμεσα στις μεταβαλλόμενες τάσεις ζήτησης των εργοδοτών. Η ευελιξία αυτή περιλαμβάνει αλλαγές στο ποιοι λαμβάνουν ΕΕΚ, τι διδάσκονται και πώς διδάσκονται. Η λογική της αλλαγής υποδηλώνει την ανάγκη για πιο γρήγορη ενημέρωση των προγραμμάτων σπουδών, μεγαλύτερη έμφαση στον χώρο εργασίας ως χώρο μάθησης και αυξανόμενη ευελιξία στην παροχή πιο στοχευμένων προσόντων και πιο εξατομικευμένης μάθησης. Για να αποφευχθούν λάθη, χρειάζεται να αναπτυχθούν στενότερες σχέσεις μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών της ΕΕΚ. Όλοι όσοι ενδιαφέρονται για την επιτυχή παράδοση της ΕΕΚ πρέπει να δεσμευτούν για τη διασφάλιση του αποτελεσματικού σχεδιασμού και λειτουργίας της. Στη μετα-Covid19 ύφεση, όπου η εμπιστοσύνη μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών είναι εύθραυστη και η ζήτηση στην αγορά εργασίας γίνεται όλο και πιο απρόβλεπτη, η ανάγκη για συνεργασία, η οποία θα συμβάλει στην ευελιξία και την ελκυστικότητα των συστημάτων πρακτικής άσκησης, αποτελεί επείγουσα προτεραιότητα.



Última modificación: lunes, 24 de julio de 2023, 17:24